χνουδάτος

χνουδάτος
-η, -ο
αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι, χνουδωτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χνουδάτος — η, ο, Ν αυτός τού οποίου η επιφάνεια καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός («χνουδάτο ύφασμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. άτος (πρβλ. μελ άτος, χιον άτος)] …   Dictionary of Greek

  • χνουδωτός — ή, ό χνουδάτος, αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι: Το πρόσωπό της είναι χνουδωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”